αποτινάζω
Look at other dictionaries:
αποτινάζω — κ. τινάσσω (AM ἀποτινάσσω) 1. τινάζω, πετώ μακριά κάτι 2. απομακρύνω, απαλλάσσομαι από κάτι ανεπιθύμητο νεοελλ. τελειώνω το τίναγμα (αρχ. μσν) ( ομαι) απομακρύνω από τον εαυτό μου τα άχρηστα … Dictionary of Greek
αποτινάζω — αξα, άχτηκα, αγμένος, βγάζω από πάνω μου ή από κάπου, αποβάλλω (κυριολ. και μτφ.): Χρειάζεται ν αγωνιστεί ένας λαός, για ν αποτινάξει το ζυγό της σκλαβιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απωθώ — (AM ἀπωθῶ έω) [ωθώ] 1. ωθώ προς τα πίσω, απομακρύνω 2. δεν δέχομαι, αρνούμαι νεοελλ. προκαλώ απέχθεια, είμαι αποκρουστικός αρχ. Ι. 1. διώχνω, εκβάλλω 2. παρασύρω μακριά 3. παραμερίζω, περιφρονώ II. ( ούμαι) 1. αποκρούω, απομακρύνω από τον εαυτό… … Dictionary of Greek
εκσείω — (Α ἐκσείω) 1. σείω δυνατά προς τα έξω, τινάζω προς τα έξω, αποτινάζω, εκτινάσω 2. μτφ. βγάζω έξω από κάτι, απομακρύνω, αφαιρώ κάτι … Dictionary of Greek